dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
Ομοσπονδιακός Οργανισμός Εργασίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bundesanstalt für Arbeit
Ⓦ
Ⓖ
…